- ἐλεγχέα
- ἐλεγχήςworthy of reproofneut nom/voc/acc pl (epic ionic)ἐλεγχήςworthy of reproofmasc/fem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλέγχεα — ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλέγχε' — ἐλέγχεα , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχεε , ἔλεγχος 1… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek